πτοώ

πτοώ
πτοῶ, -έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α
φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ
γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. (για πάθος ή συναίσθημα) ταράζω την ψυχή, αναστατώνω («τὴν δὲ φρένας ἐπτοίησεν Κύπρις», Απολλ. Ρόδ.)
2. παθ. πτοοῡμαι, -έομαι
φέρομαι προς κάτι, κινούμαι από σφοδρή επιθυμία προς κάτι (α. «σωφροσύνην, τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι», Πλάτ.
β. «ἐπτόητο τὴν γνώμην πρὸς τὸν πόλεμον», Πλούτ.)
3. (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὸ πτοηθέν
ψυχική διαταραχή, φόβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πτοῶ έχει σχηματιστεί υστερογενώς από τη ρίζα τού ρ. πτήσσω* (πρβλ. τους αρχαϊκούς ρηματικούς τ.: αορ. κατα-πτή-την, μτχ. παρακμ. πε-πτη-ώς) και εμφανίζει τη μορφή τών επιτατ. -επαναληπτικών ρημάτων, πρβλ. σοβῶ: σέβομαι, στροφῶ: στρέφω κ.λπ. Επομένως, η υπόθεση ότι το ρ. προέρχεται από έναν τ. *πτωέω (για το θ. πτω- βλ. λ. πτήσσω) με βράχυνση δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. πτοιῶ με έκταση τού -ο- για μετρικούς λόγους (πρβλ. πνοιή: πνοή). Το ρ. πτοῶ, τέλος, αναφερόταν αρχικά στην ταραχή που προκαλείται από τον φόβο, χρησιμοποιήθηκε, όμως, αργότερα για την ψυχική αναστάτωση που προέρχεται γενικότερα από οποιοδήποτε έντονο συναίσθημα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πτοώ — πτοώ, πτόησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πτοῶ — πτοέω terrify pres subj act 1st sg (attic epic doric) πτοέω terrify pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόω — πέτομαι fly aor imperat mid 2nd sg (epic) πτάζω fut ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόηση — η, / πτόησις, ήσεως, ΝΑ και πτοίησις, Α [πτοῶ / πτοιῶ] το αποτέλεσμα τού πτοώ, εκφοβισμός, τρόμαγμα …   Dictionary of Greek

  • αλιπτοίητος — ἁλιπτοίητος, ον (Α) αυτός που ταξιδεύει τρομοκρατημένος στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * + πτοιητός < πτοιῶ ( εω), επικ. τ. τού ρ. πτοῶ ( έω) «τρομάζω, εκφοβίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αναπτοώ — ἀναπτοῶ ( εω) και ποιητ. ἀναπτοιέω (Α) [πτοῶ] 1. κατατρομάζω κάποιον 2. παθ. κυριεύομαι από τρόμο ή ταραχή, τρομάζω, ταράζομαι …   Dictionary of Greek

  • ανασοβώ — ἀνασοβῶ ( έω) (Α) [σοβώ] 1. φοβίζω, τρομάζω, πτοώ 2. διεγείρω, ταράζω 3. διώχνω, απομακρύνω …   Dictionary of Greek

  • απτόητος — η, ο (AM ἀπτόητος, ον, Α κ. πτοίητος) [πτοώ] αυτός που δεν πτοείται, άφοβος, ατρόμητος …   Dictionary of Greek

  • διαπτοιώ — διαπτοιῶ και διαπτυῶ ( έω) (Α) [πτοώ] 1. εκφοβίζω, τρομοκρατώ 2. διασκορπίζω ομάδα, στρατιώτες τρομοκρατώντας τους …   Dictionary of Greek

  • εκταρβέω — ἐκταρβέω (Α) επιτατ. τού ταρβέω*, φοβίζω, πτοώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”